- δειπνητικός
- δειπνητικόςfond of dinnermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα … Dictionary of Greek
δειπνητικαί — δειπνητικός fond of dinner fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητικῶς — δειπνητικός fond of dinner adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)